- ἀθαλάσσευτος
- ἀθᾰλάσσ-ευτος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αθαλάσσευτος — ἀθαλάσσευτος, ον (Α) ο αθαλάσσωτος* … Dictionary of Greek
ἀθαλάττευτος — ἀθαλάσσευτος , ἀθαλάσσευτος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαλάσσευτοι — ἀθαλάσσευτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)